Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

"Πειραιώτες" του Διονύση Χαριτόπουλου




Δεν μας  ξάφνιασε  τούτη τη φορά. Το περιμέναμε. Περιμέναμε τη συνέχεια  του αριστουργηματικού βιβλίου "Εκ Πειραιώς". Με  τη διαφορά ότι  τώρα ο συγγραφέας μιλά για τις παρέες  του μεγάλου λιμανιού. Ωστόσο  το άρωμα,  το ύφος, η ατμόσφαιρα  σε  ταξιδεύουν και πάλι στο μύθο  του Πειραιά.

    Από  το  Saronic Magazine:

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος, στο βιβλίο του, «Οι Πειραιώτες» γράφει μικρές ιστορίες από τη ζωή των Πειραιωτών στις δεκαετίες ’50 και ’60.
Η σκληρή ζωή του λιμανιού, οι κάθε λογής χαρακτήρες, η ζωή με το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στη θάλασσα, η ανοιχτή ματιά των λιμανίσιων, η μετανάστευση, οι ιδιότυποι και περιθωριακοί τύποι, το ρεμπέτικο, οι συμμορίες και η κρατική βία, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου και καταγράφονται με σκληρό χιούμορ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χαριτόπουλος εμπνέεται από την παιδική του ηλικία στον Πειραιά. Το 2012, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, «Εκ Πειραιώς». Γεννήθηκε το 1947 και από μικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο λιμάνι και γύρω μηχανουργεία. Εγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο και δούλεψε στη διαφήμιση μέχρι το 1990. Παρακάτω, δύο αποσπάσματα από τους «Πειραιώτες», που αναδεικνύουν τις προσωπικότητες τις περιοχής και τις άτυπες «φυλές» της.
Εδώ είναι Τρούμπα
«Δεν κελαηδάμε στους μπάτσους. Δεν νταραβεριζόμαστε με μπάτσους». Αυτά είναι τα πρώτα που μαθαίνεις αν θέλεις να ζήσεις εδώ και να μην εξαφανιστείς μια μέρα, χωρίς να μάθει κανείς πού χάθηκες, και ισχύουν για όλους, γιατί εκτός από τα κορίτσια, τους αγαπητικούς, τους μαγαζάτορες και τις αρτίστες, που κάνουν όλο το παιχνίδι, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που βγάζει μεροκάματο κοντά τους ή χαζολογάει μόνιμα στα σοκάκια.
Είναι κάποιες μούρες που, αν λείψουν για λίγο, κάτι λείπει από το πανηγύρι. Ο Τζίμης ο διερμηνέας, που μιλάει εννιά γλώσσες, έχει κάνει φυλακή σε τρία διαφορετικά κράτη και, άμα αντικρίσει γριά ζητιάνα, κάτι παθαίνει και της δίνει όσα κονόμησε από το τρανσλέισον. Η Πετρούλα ή Πετρωνία, ο ξυπόλυτος παίδαρος, με τσόκαρα χειμώνα καλοκαίρι, που τον έχουν «πριγκίπισσα» τα κορίτσια και τον τρέμουν τα κουτσαβάκια γιατί δεν σηκώνει χαχαχούχα με την πάρτη του, μια δόση σοπάκιασε τρεις μπάτσους μαζί.
Ο κοντοπίθαρος Γιατρός ή Κινέζος που έχει το ΣΑΓΚΑΗ, το μικρότερο μπαρ του κόσμου, τέσσερα τετραγωνικά και τρία σκαμπό, έκανε καμιά εικοσαριά χρόνια στην Κίνα, τώρα κάνει πλάκες και το γλεντάει με τα φιλαράκια χωρίς να ξεχνάει την παλιά του δουλειά, πρακτικός γιατρός και σπετσέρης. Ο αλεπουδιάρης πορτιέρης των καμπαρέ Μεσιέ Αντουάν, που οι τσέπες του είναι μαγαζί αμερικάνικο με αυτά που ξαφρίζει από τους μεθυσμένους ναύτες, ο Παυλάρας, ο ξεδοντιασμένος αρχαιότερος μπράβος, που δεν κάνει πια ούτε για μπούγιο, μόνο για θελήματα, η Αθηνά, η πιο γριά και άσημη της πιάτσας, που ορμηνεύει τα αδέσποτα πιτσιρίκια σαν καλή γιαγιά, ο Ρομέλ, που τους πάντες φοβερίζει κι είναι ο μεγαλύτερος χέστης, αλλά έχει το στόμα του ραμμένο για όσα ακούει και βλέπει, ο Αιγύπτιος, αραχτός μονίμως στο πεζοδρόμιο, πάντα με μια εφημερίδα στα χέρια, βαριέται και να ζητιανέψει από τους περαστικούς κάνα φράγκο στο κουτί που έχει πλάι του, ο Μποδοσάκης που έχει τα ωραία του, αλλά, αν του γυρίσει η βίδα, μπορεί να σε τρελάνει με τις δουλειές του, που δεν πάνε καλά, και υπέρτατη όλων η γλυκιά Μαρία με την ανεξήγητη μελαγχολία στο πρόσωπο, σαν τη Βρεφοκρατούσα κρατάει πάντα στην αγκαλιά της τον ταβλά με τα τσιγάρα για τους ξενύχτες, καλοσυνάτη με τις αμαρτίες των άλλων, μπαίνει στα πιο άγρια στέκια, τη σέβονται όλοι, έχει το ελευθέρας παντού, δεν την αγγίζει κανείς και έχουν σταματήσει πυροβολισμοί για να περάσει. Η Αγία της Τρούμπας….