Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

"Ήλιος με δόντια" στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου




  Τελευταία ημέρα παραστάσεων για τον θεατρικό μονόλογο του πολυδιαβασμένου χιώτη συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη σε απόδοση, σκηνοθεσία και ερμηνεία από τον Βασίλη Βασιλάκη στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου Αίγινας. Ώρα έναρξης: 21.00 μ.μ
             Μια χειμαρρώδης συνειρμική αφήγηση ζωής.  Ένας άνθρωπος - παράπλευρη απώλεια ενός ιστορικού πολεμικού δυστυχήματος, ο φάκελος του οποίου δεν άνοιξε ποτέ.  Μια άκρως προσωπική υπόθεση….. στη  Χίο λίγο πριν το πόλεμο του’40 , κατά τη διάρκεια του και πολύ μετά….
    Ένας  σπαραχτικός μονόλογος έτσι όπως ζωντανεύει στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Αίγινας από τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Βασίλη Βασιλάκη και τους συνεργάτες και συνοδοιπόρους του Νίκο Νικολάου και Ανέστη Κορνέζο. Μια  αφήγηση που ακροβατεί ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στο φυσικό και το μεταφυσικό, το τώρα και το χθες. Με πικρές αναφορές στα «χρηστά ήθη» της Ελληνικής επαρχίας, την υποκρισία, το μίζερο καθωσπρεπισμό. Αφορμή το μυθιστόρημα του Γ. Μακριδάκη, συγγραφέα μεγάλων επιτυχιών από τη Χίο. Ένας πνευματικός άνθρωπος, ερευνητής, γραφιάς, μελετητής που έχει ταράξει τα ήσυχα κατά τα άλλα πολιτιστικά νερά του τόπου του. Ο Β. Βασιλάκης συνεπής για άλλη μια φορά στη θεατρική γραμμή και πορεία που έχει χαράξει πειραματίζεται γόνιμα και προσκαλεί το κοινό του σε ένα ταξίδι στη βαθιά αλήθεια του θεάτρου. Η πρόσκληση είναι και πρόκληση και αυτό είναι το μέγα ενδιαφέρον του  φετινού εγχειρήματός του. Μια τολμηρή παράσταση  που ανεβαίνει για τρίτη φορά στην Αίγινα έχουν προηγηθεί οι παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο, στο Γράμμα αλλά και στο Μικρό Πολυτεχνείο στην Αθήνα.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: 
Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου. Σκέφτηκα τις μέγαιρες αφρισμένες να με διώχνουνε, να με κατασπαράζουνε και να με ματώνουνε με τα νύχια και με τα δόντια τους. Τότε ένα σαρδόνιο γέλιο ξεχύθηκε από μέσα μου και μια δύναμη, που δεν ξέρω από πού ήρθε, έσφιξε τις γροθιές μου. Ένιωσα άτρωτος. Έκανα αμέσως μεταβολή και τράβηξα αποφασισμένος, με το κεφάλι ψηλά και με βήμα γοργό κατά το σπίτι μας. Στα παραθύρια πια δεν έστεκε καμιά. Δεν είδε καμιά τη δύναμη μου. Εκείνο το πρωί δεν πήγα στο μαγαζί. Αλλά ούτε θυμάμαι να ξανάνιωσα ποτέ τόσο άτρωτος όσο εκείνη τη μέρα.”