Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Στην Αίγινα του '40


        Συνεχίζουμε το αφιέρωμα μας στην Αίγινα του '40 με αποσπάσματα και αφηγήσεις παλαιών Αιγινητών και της Γ. Κουλικούρδη στους μαθητές του 2ου Γυμνασίου Αίγινας:
 Από το 1942 μερικοί Αιγινήτες τόλμησαν να κάνουν εμπόριο με τα ψαράδικα και σφουγγαράδικα καΐκια τους και να μεταφέρουν όσπρια, λάδι, σιτάρι, τα οποία  αποθήκευαν  και έτσι αντιμετωπίστηκε κάπως το πρόβλημα. Μερικά  καΐκια καταστράφηκαν  από βομβαρδισμούς  ή από  τορπίλες. Από  το 1943 αρχίζει να υποχωρεί η πείνα, αφού προηγουμένως είχε θερίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Ακολούθησε η Αμερικάνικη βοήθεια. 
    Πολλά  είναι  τα περιστατικά  που διηγούνται οι παλαιότεροι από  εκείνα  τα χρόνια:
  "Λίγο  πριν από τα Χριστούγεννα  του 1941, δύο φορτηγά πλοία ήρθαν και άραξαν στην Αίγινα, Μέσα σε αυτά υπήρχαν είκοσι Γερμανοί στρατιώτες και εφόδια. Το έρημο λιμάνι ξαφνικά άρχισε να  παίρνει ζωή. Οι Γερμανοί ξεφόρτωσαν τα πλοία και φόρτωσαν τα εφόδια τους σε δύο αυτοκίνητα με έκδηλη τη χαρά τους, μια που τα εφόδια αυτά ήταν για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Στο λιμάνι άρχισαν να εμφανίζονται δειλά – δειλά οι πρώτοι περίεργοι και πολλοί πεινασμένοι που περίμεναν να  πέσει κάτι από τα αυτοκίνητα για να τρέξουν όλοι να τα πάρουν, για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Μόλις  τελείωσαν με το ξεφόρτωμα τα αυτοκίνητα των Γερμανών ξεκίνησαν για την Πέρδικα και τον Τούρλο. Αυτή η σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές τα χρόνια  της Κατοχής. Οι  πεινασμένοι Αιγινήτες προσπαθούσαν κάτι να ξεκλέψουν για να φάνε, καιροφυλακτούσαν για κάποια πατάτα που θα έπεφτε τη στιγμή του ξεφορτώματος ή για κάποια φρατζόλα ψωμί. Αναφέρεται ότι υπήρχε κάποιος ο οποίος είχε  κατορθώσει να μεταφέρει ολόκληρο τσουβάλι με πατάτες, που είχε πέσει από τους Γερμανούς  στη θάλασσα, κολυμπώντας από τη μια  μεριά του λιμανιού  στην άλλη. ‘ Όταν  περπατούσες στο δρόμο – αναφέρει  η Γ. Κουλικούρδη  σε μαθητές  του 2ου Γυμνασίου Αίγινας – έβλεπες μέσα στα μάτια των ανθρώπων το φόβο του θανάτου. Καταλάβαιναν ότι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Δεν είχαν να φάνε. Πέθαιναν από ασιτία…Δεν θα ξεχάσω την έκφραση αυτών που πέθαιναν από πείνα. Έβλεπες στα μάτια τους ένα…γιατί. Στην Κυψέλη πέθανε πολύς κόσμος’.

    Στα οχυρά και ιδιαίτερα στον Τούρλο  όπου δούλευαν πολλοί  Αιγινήτες  τα πράγματα  δεν ήταν διαφορετικά. Για να πάρουν οι εργάτες το φαγητό τους, οι Γερμανοί τους έβαζαν στη σειρά. Αν κάποιος έβγαινε λίγο έξω από τη σειρά, του πετούσαν ένα κουτάλι για να κάτσει στη θέση του…. Μέσα στα μακαρόνια έριχναν οι Γερμανοί για το φαγητό των εργατών ολόκληρες κονσέρβες μαζί με το κουτί και περισσεύματα φρούτων…. Μερικές φορές  οι εργάτες είχαν βρει μέσα στο φαγητό και ποντίκια….κάποια  φορά  οι Γερμανοί είχαν μαγειρέψει σπανάκι και οι εργάτες είδαν ότι πάνω – πάνω είχε κοπριά. Έτσι για τρεις  μέρες δεν έπαιρναν να φάνε. Την  τελευταία όμως επειδή πείνασαν, για να τους φτιάξουν άλλο φαγητό, το πήραν και το έχυσαν….στον Τούρλο δούλευαν και παιδιά. Κάποιοι εργάτες έκλεψαν τρόφιμα  και ενοχοποίησαν κάποιο παιδί, το οποίο τελικά το έστειλαν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Όταν οι Γερμανοί  έφυγαν από την Αίγινα έτρεξαν οι Αιγινήτες να λεηλατήσουν τα οχυρά. Βρήκαν τρόφιμα, εργαλεία, κουτάλια, στρώματα, κρεβάτια, ρολόγια, μαχαίρια, ακόμα  και μαγειρευμένο φαγητό που από τη βιασύνη τους οι Γερμανοί το άφησαν. Πολλοί  ήταν αυτοί  που ακρωτηριάσθηκαν επειδή πάτησαν νάρκες. Οι  Γερμανοί  μπορεί να έφυγαν ξαφνικά, άφησαν όμως πίσω τους παντού θάνατο με τις νάρκες που είχαν τοποθετήσει σχεδόν σε όλη την περιοχή».

    Μετά την απελευθέρωση η πείνα έμεινε ως μια  φρικιαστική ανάμνηση για όσους  την έζησαν και είδαν τους συγγενείς  τους να πεθαίνουν. Ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι θυμούνται με πόνο  τα όσα  είδαν και έζησαν τότε  και εύχονται στα παιδιά  και στα εγγόνια  τους να μην ζήσουν αυτόν τον εφιάλτη.

   [τα   στοιχεία  που παραθέτουμε προέρχονται από την εργασία του 2ου Γυμνασίου Αίγινας: «Τα Ναυτικά Οχυρά και Παρατηρητήρια της Αίγινας» και βασίζονται σε μαρτυρίες  παλαιών Αιγινητών]